- διχάλωση
- η [διχαλώνω]1. το να καθιστά κανείς διχαλωτό κάτι2. ορισμένο σημείο σε διάβαση όπου η πορεία πρέπει ν' αλλάξει απότομα διεύθυνση προς τα δεξιά ή αριστερά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… … Dictionary of Greek